- βαναυσουργια
- βαναυσουργίαβᾰναυσ-ουργίαἥ ручной труд, ремесло Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
βαναυσουργία — βαναυσουργίᾱ , βαναυσουργία handicraft fem nom/voc/acc dual βαναυσουργίᾱ , βαναυσουργία handicraft fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαναυσουργία — βαναυσουργία, η (Α) [βαναυσουργός] η χειρωνακτική εργασία … Dictionary of Greek
βαναυσουργίας — βαναυσουργίᾱς , βαναυσουργία handicraft fem acc pl βαναυσουργίᾱς , βαναυσουργία handicraft fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)